- τοιγαρων
- τοιγαρῶντοιγᾰρῶνион. = τοιγαροῦν См. τοιγαρουν
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τοιγαρών — Α ιων. τ. βλ. τοιγαροῡν … Dictionary of Greek
τοιγαρῶν — τοιγάρ therefore indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιγαρούν — και ιων. τ. τοιγαρῶν Α (συμπερ. μόριο) επιτεταμένος τ. τού τοιγάρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιγάρ* + μόριο οὖν / ὦν] … Dictionary of Greek